μαλακισμένος

μαλακισμένος
η , ο бран. тупой, дегенеративный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαλακισμένος" в других словарях:

  • μαλακισμένος — η, ο 1. αυτός που αυνανίζεται. 2. ο βλάκας, ο αποβλακωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλακίζομαι — (AM μαλακίζομαι) [μαλακός] αυνανίζομαι νεοελλ. 1. κάνω βλακώδεις ενέργειες 2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου 3. ενεργ. μαλακίζω αυνανίζω κάποιον 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, η, ο α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό β) βλάκας,… …   Dictionary of Greek

  • μαλακίζομαι — μαλακίζομαι, μαλακίστηκα, μαλακισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαλάκας — ο 1. αυτός που αυνανίζεται. 2. μτφ., ο ηλίθιος, ο βλάκας, ο μαλακισμένος: Μάλωσα με κάποιους μαλάκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλακίζομαι — μαλακίστηκα, μαλακισμένος, αυνανίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»